ενσημαίνω

ενσημαίνω
ἐνσημαίνω (AM) [σημαίνω]
μσν.
επικυρώνω, σφραγίζω
αρχ.
1. έχω σημασία, δηλώνω («ὅτι οὖν ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὗτος ὁ ἀνήρ, ἐνσημαίνει τὸ ὄνομα ὁ Ἀγαμέμνων», Πλάτ.)
2. φανερώνω, εκθέτω («ἐνσημαίνεται ἡ αναίδεια ἐν τοῑς ὀφθαλμοῑς», Λογγίνος)
3. μέσ. κάνω σημάδια
4. επισημαίνω
5. μέσ. αποτυπώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”